- γονεωνυμικός
- -ή, -ό1.αυτός που παίρνει το όνομα από το γονέα του.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γονεωνυμικά κατηγορία ουσιαστικών που δηλώνουν το νεογνό ενός ζώου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.